θάνατος

θάνατος
ο
1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;

φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;

αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;

μετά -ατον посмертно;
σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;

πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;

ηθικός θάνατος — нравственное падение;

αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;

του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;

3) потеря (разума, рассудка и т. п.);

θάν της μνήμης — потеря памяти;

§ σιγή -ατού гробовое молчание;
μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;

είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);

καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θάνατος" в других словарях:

  • Θάνατος — death masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — death masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — ο 1. κατάσταση ενός οργανικού όντος όταν σταματούν όλες οι λειτουργίες του: Φυσιολογικός θάνατος. – Βίαιος θάνατος. – Βρήκε ένδοξο θάνατο. 2. χαρακτηρισμός γεγονότος πολύ θλιβερού: Η αποτυχία του γιου του ήταν γι αυτόν θάνατος. 3. νέκρωση:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… …   Dictionary of Greek

  • Κυνικὸς θάνατος. Παρόσον οἱ κύνες οὐ θαπτονται. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ТАНАТОС —    • Θάνατος,          Mors, олицетворение смерти. У Гомера бог смерти не имеет еще определенной формы. Чаще всего смерть называется θάνατος; к этому названию иногда прибавляются определения, так, напр., для выражения смерти как естественного… …   Реальный словарь классических древностей

  • Θανάτω — Θάνατος death masc nom/voc/acc dual Θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανάτω — θάνατος death masc nom/voc/acc dual θάνατος death masc gen sg (doric aeolic) θανατόω put to death pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θανατόω put to death imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»